- λεβεντόκορμος
- -η, -οαυτός που έχει ωραίο, αρρενωπό, ευσταλές παράστημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεροδένω — 1. δένω στερεά 2. (για υποθέσεις ή δουλειές) οργανώνω καλά, εξασφαλίζω 3. (μτχ.) γεροδεμένος, η, ο α) (για πράγματα) στερεός β) (για άνθρωπο) λεβεντόκορμος, ρωμαλέος, αθλητικός … Dictionary of Greek